σμυριδόχαρτο

σμυριδόχαρτο
το, Ν
χαρτί επιχρισμένο με σμυριδόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + χαρτί. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδόχαρτον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμυριδόχαρτο — το γυαλόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμυριδοχάρτης — ο, Ν το σμυριδόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + χάρτης] …   Dictionary of Greek

  • λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… …   Dictionary of Greek

  • γυαλόχαρτο — το σκληρό χαρτί με το οποίο λειαίνουν και γυαλίζουν επιφάνειες, ιδίως ξύλινες, το σμυριδόχαρτο: Έτριψε τις καρέκλες με γυαλόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”